Thursday 29 May 2014

Marmalade Radio Show # 12: The Seven Inch Edition (Playlist 28/05/2014 @ Music Society) [The last show of the first series]

Alexander Courage: Star Trek
Marius Constant: Twilight Zone
Bob Dylan: Positively 4th Street
The Byrds: She Don't Care About Time
Mynah Birds: It's My Time
Boeing Duveen And The Beautiful Soup: Which Dreamed It
Ed Askew: Here We Are Together Again
Sandy Denny: I'm A Dreamer
Fleetwood Mac: Dragonfly
Red Crayola: Hurricane Fighter Plane
Roky Erickson: You Don't Love Me Yet
The Smell Of Incense:A Visit With Ashiya
Purple Overdose: You Lose It
Manticore's Breath: The Ancient Words
Hidden Masters: Nobody Knows That We're Here
Circulus: Song Of Our Despair
The Lords Of Thyme: If I Was A Bird
Balduin: Jabberwock
Klaus Johan Grobe: Traumhaft
Beak: Mono
Bonnie Prince Billy & Dawn McCarthy: Walking The Dog
Sendelica: Maggot Brain
Hausfrauen Experiment: Sebastian
Us And Them: By The Time It Gets Dark
Bronco Bullfrog: Rocking Horse Mender
Purson: Rocking Horse
Admiral Sir Cloudesley Shovell: Black Sheep
Uncle Acid: Under The Spell
Frobischer Neck: To Another World


Fruits de Mer: κυκλοφορίες Ιουνίου

Κάθε τρεις περίπου μήνες, η αγαπημένη αγγλική εταιρεία Fruits de Mer ανακοινώνει τρεις ή τέσσερις νέες κυκλοφορίες που έχουν κάθε φορά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ας δούμε τι σκαρφίστηκε και τι ετοιμάζει για τις αρχές Ιουνίου ο Keith Jones, ένας από τους πιο δαιμόνιους ανθρώπους της ψυχεδελικής μουσικής βιομηχανίας


tirnanog 
Tir na nOg - I Have Known Love
[7” EP, Crustacean 49]
Οι ιστορικοί δουβλινέζοι φίλοι, ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της progressive folk ηχογραφούν τέσσερα καινούργια τραγούδια αποκλειστικά για την Fruits de Mer. Πρόκειται για τρεις δικές τους συνθέσεις και την διασκευή στο I Have Known Love των Silver Apples, ένα συγκρότημα που θεωρούσαν ότι κάτω από τον ηλεκτρονικό lo-fi μανδύα έκρυβε πάντα μια ιδιαίτερα βαθιά folk ρίζα.
                                                  
astralasia
Astralasia - Wind On Water
[LP + 7”, Regal Crabomophone – winkle 17]
Οι Astralasia είναι από τα μεγάλα βρετανικά σχήματα που ξεπήδησαν από τη μεγάλη σκηνή των ολοήμερων φεστιβάλ στη δεκαετία του ’90. Electro hippies με αδυναμία στο ambient-dub και το tribal house, δεν έκρυψαν ποτέ την αγάπη τους στο krautrock. Μάλιστα, σε αρκετές ηχογραφήσεις τους αφήνουν στην άκρη τα samples και τους υπολογιστές και αυτοσχεδιάζουν με αναλογικά synths δημιουργώντας ήχους που ταιριάζουν στον ήχο της Brain. Αυτό κάνουν ακριβώς και στον νέο τους αυτό δίσκο, που αποτελείται από δύο μεγάλες σε διάρκεια και δύο σύντομες συνθέσεις τους. Η Magick Eye, η εδώ και πολλά χρόνια εταιρεία τους, έδωσε την άδεια στην Fruits de Mer για να κυκλοφορήσει αυτό το LP, που έρχεται με ένα πολύ ιδιαίτερο εξώφυλλο οπτικού εφέ.                               
            
torpeders
Tor-Peders - Brev Fran Ederstorp
[LP + 7”, Regal Crabomophone – winkle 16]
Τραγική η ιστορία των Tor-Peders, μιας σουηδικής μπάντας που παίζει ένα πολύ «σουηδικό» instrumental surf / psych / prog, καθώς ο κιθαρίστας και δημιουργός τους, Jonas, παρασύρθηκε από ένα αυτοκίνητο και σκοτώθηκε λίγο καιρό μετά την ηχογράφηση αυτού εδώ του δίσκου, το 2011. Οι Tor-Peders είχαν προλάβει να κυκλοφορήσουν ένα single και βρίσκονταν σε συζητήσεις με την Fruits de Mer, οι οποίες διακόπηκαν απότομα λόγω του ξαφνικού θανάτου του Jonas. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ήρθαν πρόσφατα και πάλι σε επικοινωνία με τον Keith κι έτσι θα κυκλοφορήσει το LP αλλά και ένα 7” που θα περιλαμβάνει υλικό που ηχογραφήθηκε λίγο μετά τον δίσκο. Αναμένεται σπουδαίο album εδώ, που δυστυχώς δε θα έχει συνέχεια, καθώς οι Tor-Peders δεν υπάρχουν πια.
                                             
craigpadilla
Craig Padilla - Sonar
[2LP, Strangefish 6]
Ο Craig Padilla είναι ένας Καλιφορνέζος μουσικός του ambient που έχει κιόλας ηχογραφήσει πάνω από τριάντα albums. Βρίσκεται στη σκηνή από το 1996 και μεταξύ άλλων γράφει και μουσική για τον κινηματογράφο. Είχε συμμετάσχει στη συλλογή “Strangefish One” της Fruits de Mer και τώρα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος με έναν ήχο που φέρνει στο μυαλό τον Klaus Schulze, τους Tangerine Dream, τον Steve Roach και τους Kraftwerk.
                                                  
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε το site της Fruis de Mer, http://www.fruitsdemerrecords.com, αλλά επειδή ο ίδιος ο Keith στέλνει μόνο παραγγελίες εντός Αγγλίας, μπορείτε να παραγγείλετε το υλικό από τον πολύ φιλικό Nick Leese στο mail order του, http://www.heyday-mo.com.

Have a nice fruit fishing!
(πρωτοδημοσιεύθηκε στο www.progrocks.gr)

Thursday 22 May 2014

Marmalade Radio Show # 11 (Playlist 21/05/2014 @ Music Society)

Molly Drake: Love Isn't A Right
Nick Drake: Hazy Jane II
Donovan: Young Girl Blues
Nick Garrie: Stone And Silk
Suicidal Flowers: Bite The Hand
Dead Flowers: Drowning
Clive Palmer: Coventry Carol
Bevis Frond: The Foreign Laugh
Outskirts Of Infinity: Scenes From The Dreams Of Angels
Sula Bassana: In Space
Broesel Machine: Lassie
Sand: May Rain
Culpeper's Orchard: Your Song And Mine
Wigwam: Must Be The Devil
Blues Section: Cherry Cup Cake Twist
The Plastic People OF The Universe: Palnocni Mys
Le Stelle Di Mario Schifano: Molto Lantano (A Colori)
The Third Eye: Apricot Brandy
Abstract Truth: Pollution
Witch: Strange Dream
Ngozi Family: You Don't Love Me
Wicked Lady: Rebel
Admiral Sir Cloudesley Shovell: Bulletproof
Horisont: Writing On The Wall
Blood Ceremony: Goodby Gemini

Messenger: πορτραίτο του metal ως πηγή έμπνευσης


Πρέπει να ομολογήσω για μια ακόμη φορά την έντονη συναισθηματική σχέση που έχω με το metal, ακόμη κι αν τα τελευταία χρόνια δεν ενημερώνομαι όσο θα ήθελα ως προς το είδος αυτό. Ενώ από τη μια πλευρά αυτή η απόσταση μού δημιουργεί ένα είδος έλλειψης, από την άλλη με βοηθάει να το παρακολουθώ με πολύ μεγαλύτερη ψυχραιμία.
Το metal είναι μια μουσική που έχει μια βασικότατη λειτουργία κοινωνικοποίησης: τοποθετεί τους πολυάριθμους έφηβους οπαδούς του (δεν είναι καθόλου τυχαία η λέξη «οπαδοί») σε μια κατάσταση μη προσαρμογής ως προς την ευρύτερη κοινωνία, σε μια κατάσταση ιδιότυπης αντίθεσης. Την ίδια στιγμή, οι οπαδοί του metal προσαρμόζονται, ενδεχομένως και αφομοιώνονται από την υπόγεια κουλτούρα της ομάδας τους (sub-culture) ή από κάποια από τις υπο-ομάδες της. Η υπόγεια κουλτούρα ως μόρφωμα στηρίζει την ύπαρξή της στην αντίθεση πέρα από τη mainstream κουλτούρα, και σε κάθε άλλη υπόγεια κουλτούρα που υπάρχει Με την έννοια αυτή ένας οπαδός του metal είναι κάθετα αντίθετος στην indie sub-culture για παράδειγμα.
messenger 2
Για να πετύχει αυτή η απόλυτη αντιπαράθεση της Ίδιας (2) (δικής μας) κουλτούρας στην κουλτούρα του Άλλου (που εδώ ορίζεται ως οτιδήποτε δεν είναι δικό μας), είναι αναγκαία η απόλυτη συνεκτικότητα της δικής μας ομάδας. Αυτή επιτυγχάνεται μέσω του στυλ ντυσίματος σε πρώτη φάση, αλλά ακόμη κι αυτό δεν είναι αρκετό. Είναι αναγκαίο η μουσική που ακούμε να παρουσιάζει στοιχεία ομοιομορφίας, τέτοια ώστε να είναι απόλυτα εμφανές ότι το ένα ή το άλλο συγκρότημα είναι «δικό μας» και «όχι των άλλων». Με δεδομένη της πίεση των οπαδών αλλά και λόγω του ότι και τα ίδια τα μέλη των συγκροτημάτων αποτελούν μέλη των ίδιων υπόγειων ομάδων, το metal είναι ένα ιδίωμα που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ομοιομορφία από άλλα ιδιώματα και εξελίσσεται σχετικά αργά. Η καινοτομία είναι αποδεκτή μόνο όταν δεν είναι τέτοια που να διαρρυγνύει τα όρια του είδους, ή πολύ συχνά και του ιδιώματος εντός του είδους, πράγμα που αποδεικνύεται και από τις ενδομεταλλικές αντιθέσεις: οπαδοί του power metal εναντίον οπαδών του death metal κλπ. Τέτοιου είδους αντιθέσεις τόσο ως προς το mainstream όσο και ως προς τα εσωτερικά ιδιώματα εμφανίζονται σε όλα τα μουσικά είδη που σχετίζονται με υπόγειες νεανικές κουλτούρες, όπως είναι για παράδειγμα το hip hop.
Καθώς οι οπαδοί του metal μεγαλώνουν και αποχωρίζονται την ομάδα για να ενταχθούν ο καθένας με τον τρόπο του στην ευρύτερη κοινωνία, συνήθως αποδέχονται περισσότερα ιδιώματα του metal αλλά και αρκετά άλλα είδη μουσικής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πρώην μέλη της metal κοινότητας που να μένουν προσκολλημένα στο ιδίωμα που άκουγαν, ως ένα είδος νοσταλγίας για την εποχή της αθωότητας, δηλαδή της μη προσαρμογής.
Συνεπώς, σε γενικές γραμμές το metal είναι μια μουσική που έχει ανάγκη την ομοιομορφία –έστω τη σχετική- για να μπορέσει να επιτελέσει τη λειτουργία του ως μέσο κοινωνικοποίησης (3), πράγμα που σημαίνει ότι κάθε δίσκος που στοχεύει στο metal κοινό δεν πρέπει να ξεφεύγει από κάποιες νόρμες, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι νόρμες αυτές γίνονται πιο χαλαρές στο πέρασμα του χρόνου.
messenger 1
Στην πιο πάνω περίπτωση το metal είναι ο ηχητικός στόχος. Τα τελευταία χρόνια όμως βλέπουμε συγκροτήματα που δεν αντιμετωπίζουν το metal ως στόχο αλλά ως αφετηρία, ως κεντρική έμπνευση και δεν έχουν κανέναν λόγο να το κρύψουν. Τέτοιο σχήμα ήταν οι Cathedral όταν άρχισαν να ξεφεύγουν από το doom και να κινούνται προς το stoner, τέτοιο σχήμα είναι οι Ulver, οι Sunn O))), οι Jex Thoth, οι Purson, οι Blood Ceremony. Έτσι, αυτή τη στιγμή μπορούμε να μιλάμε για ένα πολύχρωμο -θα επέλεγα τον όρο baroque για να δείξω αυτή την ποικιλία- post metal που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον σε κάθε έκφανσή του.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσουμε τη μουσική των Messenger –για να φτάσουμε επιτέλους και στο ζητούμενο- θα λέγαμε ότι παίζουν ένα pastoral psych prog post metal, που αποτελεί μέρος της σχετικά νέας baroque μετα-μεταλλικής τάσης.
 illusory blues 
Το Illusory Blues χρωστάει πολλά στους Floyd, και τους King Crimson (ειδικά λόγω του mellotron), αλλά και σε ολόκληρα τα seventies. Οι Messenger, με τα δύο κεντρικά μέλη τους να έχουν στενότατη σχέση με το metal (ο Khaled Lowe έπαιζε στους deathcore Raise The Dead και ο Barnaby Maddick ήταν session στους Purson), προδίδουν τις μεταλλικές τους καταβολές όχι μόνο εκεί που αγριεύουν οι κιθάρες αλλά περισσότερο μέσα από συγκεκριμένες σειρές ακόρντων και μέσα από την πεντακάθαρη παραγωγή που αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια στόχο κάθε σοβαρού μεταλλικού σχήματος. Τα τραγούδια τους είναι αιθέρια και μελωδικά με αρκετά folk στοιχεία, με blues αναφορές και με τα ακουστικά όργανα να έχουν τον πρώτο λόγο.
Το ποιμενικό ψυχεδελικό progressive των Messenger είναι ιδανικό δείγμα του post metal και κατά συνέπεια ιδανικό ακρόαμα για ξεκολλημένα αυτιά, ειδικά στον βαθμό που οι συνθέσεις τους, άλλοτε απλές, άλλοτε αρκετά σύνθετες, είναι σε κάθε στιγμή πρωτότυπες και πλήρεις.
Κι αν θέλεις να το δεις μεταφορικά, οι Messenger δημιουργούν το κατάλληλο ηχητικό soundtrack για μια πραγματική ή φανταστική βόλτα σ’ ένα πυκνό δάσος της βόρειας Ευρώπης στη μέση του χειμώνα.

Σημειώσεις:
(1)   Ο τίτλος είναι επηρεασμένος από το βιβλίο του James Joyce ”Portrait Of An Artist As A Young Man”.
(2)   Το «Ίδιον» και το «Άλλο» χρησιμοποιούνται εδώ ως φιλοσοφικές-ψυχολογικές έννοιες, με τον τρόπο που ασχολήθηκε μαζί τους ο Jacques Lacan ή ο Jacques Derrida.
(3)   Κοινωνιολογικά, ο όρος «κοινωνικοποίση» αφορά στη σχέση που έχει ένα άτομο με την κοινωνία. Αυτή η σχέση κυμαίνεται από την απόλυτη προσαρμογή μέχρι την απόλυτη αντίθεση. Η ουσία της έννοιας είναι ότι το άτομο επιλέγει μία θέση «απαντώντας» στην ύπαρξη της κοινωνίας ως άλλου πόλου σε σχέση με το άτομο.

Official Site:

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο www.progrocks.gr)

Thursday 15 May 2014

Marmalade Radio Show # 10 (Playlist 14/05/2014 @ Music Society)

Sea Train: Sea Train
Magic Carpet: Harvest Song
Fairport Convention: Stranger To Himself
Chris Bell: I Am The Cosmos
Frank Zappa: Who Needs The Peace Corps?
Pink Floyd: The Great Gig In The Sky
Porcupine Tree: The Moon Touches Your Shoulder
Dead Flowers: Full Fist
Saddar Bazaar:Peacock Angel
Tangle Edge: Yatantah
Smell Of Incense: I'm Allergic To Flowers
Spids Nogenhat: Lolland Falster
Burning Red Ivanhoe: Ivanhoe In The Woods
Ache: Shadow Of The Gupsy
Made In Sweden: Mad River
Neil Ardley: Greek Variation (excerpt)
Dave Brock: It's Never Too Late
Se Delan: Tonight
Messenger: The Return
The Oath: Silk Road
Jex Thoth: The Places You Walk
Sendelica: Dream Mangler
Neu: Hero

The Oath: Twilight Zone

oath logo 
Δε γράφω πολύ συχνά για metal σε αυτή τη στήλη, αλλά μερικές φορές οι καταστάσεις με ξεπερνούν. Στην περίπτωση των Oath μάλιστα συντρέχουν αρκετοί λόγοι, που σε συνδυασμό με τον πρότερο ανέντιμο βίο μου (ειδικά στη δεκαετία του ’90) δημιουργούν ένα μίγμα εκρηκτικό.  Κατ’ αρχήν αυτό το album από τη στιγμή που έφτασε στο σπίτι μου δεν έχει ξεκολλήσει από το πικάπ. Κατά δεύτερον, κυκλοφορεί σε μία από τις καλύτερες εταιρίες της παγκόσμιας σκηνής, την Rise Above του Lee Dorrian των Cathedral. Και τέλος, οι Oath ανήκουν στα ελάχιστα συγκροτήματα που διαλύονται απολύτως ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου τους.
Η ιστορία είναι πολύ σύντομη: η Linnea Olsson εγκαταλείπει τη Στοκχόλμη όπου παίζει κιθάρα σε διάφορα σχήματα της τοπικής σκηνής και αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Βερολίνο. Εκεί συναντά την Johanna Sadonis, που έψαχνε κιθαρίστα για να φτιάξει μία μπάντα που να λέγεται The Oath. Οι δύο κοπέλες τα βρίσκουν και ξεκινούν να γράφουν τα πρώτα τους τραγούδια. Μετά το single Night Child που κυκλοφορεί από την High Roller το 2013, οι Oath υπογράφουν στην Rise Above και ξεκινούν τις ηχογραφήσεις του πρώτου album τους.
oath2 
Επιρροές από Sabbath, Trouble, Angel Witch, Mercyful Fate και Danzig, λίγο punk attitude με τον τρόπο των Stooges, ωμός ήχος όπως τον ήθελαν τα πρωτο-metal συγκροτήματα και απόλυτη οικονομία των εκφραστικών μέσων. Το πρώτο album των Oath είναι στην ουσία μια απολύτως minimal κυκλοφορία. Η μόνη διαφοροποίηση στην ξερή ηχητική εικόνα της μπάντας είναι τα soli του Henke Palm (Solitude) που κουβαλάνε ένα Voivodικό κλίμα, δίνοντάς μου το άλλοθι να γράψω για τον δίσκο σε ένα περιοδικό που έχει ως κεντρικό του ήχο το progressive.
Οι Oath στις συνεντεύξεις τους τόνιζαν από την αρχή δύο βασικά πράγματα: ότι το συγκρότημα είναι αποτέλεσμα της προσωπικής και μουσικής σχέσης των δύο κοριτσιών και ότι το ζήτημα του θανάτου, συχνά και της αυτοκτονίας, τις απασχολούσε ιδιαίτερα. Μάλιστα η Johanna σε μία πρόσφατη συνέντευξή της λέει: «Το Leaving Together σχετίζεται με τον θάνατο ενός πολύ καλού μου φίλου που αυτοκτόνησε πριν από πολλά χρόνια. Μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά αυτόν τον τρόπο θανάτου και μερικές φορές ψάχνω κι εγώ το ίδιο καταφύγιο». Τελικά φαίνεται ότι «η προσωπική και μουσική τους σχέση» δεν πήγε ιδιαίτερα καλά. Επιπλέον, ευτυχώς όχι ως φυσικά πρόσωπα, αλλά ως συγκρότημα, επέλεξαν τον δρόμο της πολύ πρόωρης αυτοκτονίας.
Δεν ξέρω αν αυτό το album θα αποτελέσει μνημείο για το heavy metal. Στην πραγματικότητα, δεν το νομίζω. Θα είναι όμως πάντα ένας από εκείνους τους δίσκους που θα κουβαλούν ένα πολύ ιδιαίτερο μυστήριο. Ειδικά αν αυτά τα -όμοια σαν δύο σταγόνες νερό- κορίτσια εξαφανιστούν για πάντα και δεν ακούσουμε τίποτα πια γι’ αυτά.

Official site: https://www.facebook.com/THEOATHOFFICIAL

(πρωτοδημοσιεύτηκε στο www.progrocks.gr)

Thursday 8 May 2014

Marmalade Radio Show # 09 (Playlist 07/05/2014 @ Music Society)

Can: Mother Sky
Tangerine Dream: Ultima Thule
Witthuser Und Westrupp: Das Stille Grab
Roky Erickson: Night Of The Vampire
Pete & Royce: Time
PLJ Band: OYE
King Crimson: 21st Century SchizoidMan
Captain Crimson: Don't Take Me for A Fool
Siena Root: Bhairavi Thumri
Kebnekajse: Barkbrolaten
Knutna Navar: Balladen Om Ho Chi Minh
Unknown Artist: Internationalen
Radiomobel: 3 Miles
Alrune Rod: Tael aldrig I Morgen Med
Povl Dissing with Burning Red Ivanhoe: Narrevise
Igra Staklenih Perli: Solarni Modus
Kladivo Kojn In Voda: Circus
Tickawinda: Coalhole Cavalry
Nigel Mazlyn Jones: Reality
Argent: The Feeling's Inside
Pretty Things: Private Sorrow
Kaleidoscope: O Death
Lightyears Away: Fourth Coming
Ithaca: Journey

Nigel Mazlyn Jones: Raft To Shore


ship to shore 
Το Ship To Shore, το πρώτο album του Nigel Mazlyn Jones έπεσε στα χέρια μου πολύ νωρίς. Έγινε γρήγορα ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους, αλλά -για ακατανόητους λόγους- δεν αναζήτησα άλλες δουλειές του. Τώρα που επανακυκλοφόρησε σε cd μαζί με το ολοκαίνουργιο Raft, ξαναέπιασα επαφή με έναν από τους πολλούς σχετικά άγνωστους μουσικούς που παρουσιάζουν τόσο ως δουλειά, όσο και ως προσωπικότητες, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
 Ο Nigel Mazlyn Jones ξεκίνησε να εργάζεται από νωρίς σε ζωολογικούς κήπους και τα παράτησε αρκετά χρόνια αργότερα αηδιασμένος από τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στα ζώα. Ο πρώτος του δίσκος κυκλοφόρησε το 1976 και έκρυβε πολύ ιδιαίτερα παιξίματα στη δωδεκάχορδη ακουστική κιθάρα, όμορφες μελωδίες και εξαιρετικούς στίχους. Από το 1980 που συνάντησε τον Guy Evans, drummer των Van Der Graaf Generator, η καριέρα του πήρε διαφορετικό δρόμο και βρέθηκε να ανοίγει συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι Argent, οι America, οι Hatfield And The North, οι Camel, οι Barclay James Harvest. Παράλληλα, συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Roy Harper, ο Steve Jolliffe των Tangerine Dream, ο Steve Hillage και ο Nik Turner των Hawkwind.
Οι δίσκοι του στη δεκαετία του ’80 και του ’90 έγιναν instrumental και έδειχναν το ενδιαφέρον του για ζητήματα κοινωνικά, ανάμεσα στα οποία ήταν και η καταστροφή του πλανήτηnigel mazlyn jones 4
Ταυτόχρονα, έγραφε μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και έφτιαξε το σπίτι και το studio του στην ακτογραμμή της Κορνουάλης.
Η κυκλοφορία του Raft είναι ένα είδος επιστροφής στην τραγουδοποιία. Ένας δίσκος αρκετά πιο πλούσια ενορχηστρωμένος από το ντεμπούτο του (Ship To Shore), αλλά με αρκετή δωδεκάχορδη κιθάρα και ύφος που παραπέμπει στη δουλειά του στα seventies.
Με την αίσθηση ότι μια Σχεδία Επιστρέφει στο Λιμάνι, θέλησα να μιλήσω με τον Nigel Mazlyn Jones για να μοιραστώ την οπτική του πάνω στα όσα συνέβησαν από το 1976 μέχρι σήμερα.

nigel mazlyn jones with apes 
Από πολύ νωρίς δούλευες στο ζωολογικό κήπο, παρακολουθώντας τα ζώα και τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν τα ζώα. Τι έμαθες για τα ζώα και τους ανθρώπους που τα παρακολουθούσαν από αυτή την παρατήρηση;
Είδα ότι οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν τα ζώα συχνά δεν είχαν κανένα είδος ενσυναίσθησης για τα «άλλα» όντα που παρακολουθούσαν. Οι άνθρωποι δείχνουν να υστερούν σε κατανόηση, καθώς προσπαθούσαν με προσβλητικό τρόπο να αναγκάσουν τα ζώα να ανταποκριθούν. Μερικοί άνθρωποι διάβαζαν τις ταμπέλες που έλεγαν «μην ταΐζετε και μη δίνετε τσιγάρα και κέρματα στους πιθήκους» και μετά άναβαν τσιγάρα και τα πετούσαν στα κλουβιά. Καθώς μεγάλωνα, άρχισα να μισώ όλα τα κλουβιά και κατάλαβα ότι ήταν οι άνθρωποι που διασκέδαζαν με τα άλλα είδη ζωής και στη συνέχεια τα φυλάκισαν.
  
Έχεις μοιραστεί τη σκηνή με πολλούς γνωστούς μουσικούς. Ποιες ήταν οι πιο σημαντικές, οι πιο παράξενες, οι πιο αστείες στιγμές μέσα στα χρόνια;
Αρχικά η πιο σημαντική στιγμή ήταν όταν ήμουν 17 και είδα τους Pentangle να παίζουν ζωντανά και μ’ έστειλαν αλλού από αυτό το μοναδικό ήχο που έβγαζαν από τα ακουστικά όργανα. Δέκα χρόνια αργότερα, ήμουν πλάι στη σκηνή και έβλεπα τον drummer των Camel να δουλεύει σε απίστευτους ρυθμούς. Άνοιγα τις συναυλίες τους σε κάποια από τις περιοδείες τους στην Αγγλία. Ετοιμαζόταν για την κάθε συναυλία από τη στιγμή που πάταγε το πόδι του στο χώρο που θα γινόταν. Απόλυτα αφοσιωμένος! Η πιο αστεία στιγμή ήταν που ένα πρωί, πολύ νωρίς σε κάποιο φεστιβάλ του Glastonbury, τζάμαρα για πέντε ώρες με τον Palfi τον κλόουν και από κάτω ένα σωρό κόσμος χαχάνιζε. Όσο για παράξενες στιγμές, ήταν πολλές… έπαιζα με τον Guy Evans των Van Der Graaf Generator και καθώς ήμασταν στη μέση της συναυλίας και κοίταξα προς το μέρος του, είχε εξαφανιστεί ως φυσική παρουσία, αλλά εξακολουθούσε να ακούγεται. Αυτή ήταν η πρώτη μου εξωσωματική εμπειρία πάνω στη σκηνή. Αργότερα, κάποιος μου είπε ότι είχα εξαφανιστεί κι εγώ αλλά εξακολουθούσα να παίζω. Ήταν μάλλον μια ασυνήθιστη αλλά και εξαιρετική αυτοσχεδιαστική συναυλία.

Το Ship To Shore είναι ένα album που ψάχνουν μανιωδώς οι συλλέκτες τα τελευταία χρόνια. Τι υποδοχή είχε όταν κυκλοφόρησε;
Ο δίσκος πουλούσε αρκετά καλά στις συναυλίες, αλλά είχε ελάχιστη διανομή στα δισκοπωλεία. Δεν κυκλοφόρησε ποτέ «κανονικά» από εταιρεία καθώς τον έβγαλα εντελώς μόνος μου. Πολλοί εραστές της μουσικής τον αγάπησαν και το είπαν και στους φίλους τους. Έτσι προχώρησε. Από την άλλη, αρκετοί φανατικοί της folk δυσανασχέτησαν με τους πειραματισμούς, όμως πολλοί βρήκαν πολύ θετική τη σύνδεση των ηλεκτρικών στοιχείων με τα ακουστικά τραγούδια. Ο Robert Plant των Led Zeppelin άκουσε το album πριν κυκλοφορήσει και έκανε πολύ καλά σχόλια ειδικά για το ομώνυμο τραγούδι: «είναι εξαιρετικό, πρέπει να παίζεις περισσότερο όπως σ’ αυτό».

Παίζεις δωδεκάχορδη κιθάρα με πολύ προσωπικό τρόπο. Γιατί την προτιμάς σε σχέση με την εξάχορδη και πώς απέκτησες την τεχνική σου;Nigel Mazlyn Jones
Άκουσα για πρώτη φορά δωδεκάχορδη σ’ ένα δίσκο των Byrds. Ο ήχος με διαπέρασε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και τον ερωτεύτηκα. Όταν έγινα δέκα έξι ετών αγόρασα μια Harmony δωδεκάχορδη και μ’ αυτήν έπαιξα δέκα χρόνια αργότερα το Ship To Shore. Λίγο καιρό μετά από αυτή τη δωδεκάχορδη, πήρα μια εξάχορδη Harmony. Έχουν πολύ όμορφο και ζεστό ήχο και παίζω συχνά μ’ αυτές. Δακτυλισμούς έμαθα από έναν θαυμάσιο μουσικό των ακουστικών blues, τον Dan Fone. Ήταν πολύ δύσκολο να παίζω δακτυλισμούς στη δωδεκάχορδη και στην αρχή χρησιμοποιούσα finger picks, αυτές τις ειδικές πένες που προσαρμόζουν στα δάχτυλα όσοι παίζουν μπάντζο. Οι πένες αυτές βοηθάνε τα δάχτυλα να χτυπάνε καλύτερα τα ζεύγη των χορδών και κάνουν καλύτερο διαχωρισμό στις νότες. Είκοσι χρόνια αργότερα έμαθα να μην χρειάζομαι τις πένες και παίζω με διάφορους τύπους δακτυλισμών, τόσο στη δωδεκάχορδη, όσο και στην εξάχορδη.

Έχεις συνθέσει πολλά instrumental κομμάτια και τα έχεις συμπεριλάβει σε πολλούς από τους δίσκους σου. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη φόρμα του τραγουδιού και τη φόρμα του ορχηστρικού κομματιού από την άποψη της καλλιτεχνικής έκφρασης;
Τα instrumental ξεκινούν εκεί που οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν την ατμόσφαιρα μιας ιστορίας. Γράφω στίχους κάθε μέρα και χρησιμοποιώ κάποια αποσπάσματα για τραγούδια μου. Αλλά μερικά τραγούδια γεννιούνται την ώρα που παίζω κιθάρα. Συχνά ο ήχος της κιθάρας με παρασύρει και δημιουργείται ένα instrumental, που αν είχε στίχους, απλά θα διέκοπταν την ατμόσφαιρα. Πολλές φορές, όταν γράφω και παίζω, νιώθω αυτό που άλλοι καλλιτέχνες έχουν πει, ότι η μουσική γράφεται μόνη της. Είναι σαν το υποσυνείδητο να έρχεται στην επιφάνεια, επειδή ο ήχος του οργάνου δημιουργεί ένα ξόρκι, σαν ο ήχος να μπορεί να μεταφέρει το μυαλό και την ψυχή κάπου αλλού. Προσπαθώ να αιχμαλωτίσω αυτή τη μαγεία κι επειδή γράφω στο δικό μου studio, αρχίζω να ηχογραφώ όταν νιώθω ότι η μαγεία είναι κάπου γύρω.

raft 
Με το Raft, μοιάζεις να επιστρέφεις στον ακουστικό ήχο. Πώς το αποφάσισες;
Από την αρχή ήταν η ακουστική κιθάρα που με έκανε να παίξω μουσική. Στις συναυλίες συνήθως παίζω ακουστική κιθάρα και οι δίσκοι ήταν μια ευκαιρία να εξερευνήσω άλλες πλευρές του ήχου. Μετά από τριάντα πέντε χρόνια συναυλιών, είχα ένα δεκαετές διάστημα παύσης στο οποίο μετέτρεψα δύο αποθήκες σε σπίτι και studio. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι όταν θα τελείωνα το studio, θα επέστρεφα στην πρώτη μου αγάπη που ήταν η δωδεκάχορδη. Επιπλέον, οι fans έλεγαν για πολλά χρόνια ότι θα ήθελαν να ακούσουν ένα δίσκο που να είναι πιο κοντά στον ήχο των live. Είμαι πολύ χαρούμενος με το Raft και τον τρόπο που ακούγεται.

Είσαι ένα πολύ ενεργό μέλος της κοινότητάς σου. Τι πιστεύεις ότι είναι σημαντικό σήμερα για την κοινότητα που ανήκεις, αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο;
Αυτό που είναι σημαντικό τόσο για την κοινότητά μου, όσο και για τον κόσμο ολόκληρο είναι να καταλάβουμε εμείς οι άνθρωποι ότι ζούμε σε μια μικρή σφαίρα που αιωρείται στο διάστημα και ότι είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον. Ότι είμαστε τόσο εύθραυστοι και πρόσκαιροι και ότι κάνουμε μη αναστρέψιμο κακό στο κοινό μας σπίτι που ονομάζουμε Γη. Εμείς και ο φυσικός κόσμος των ζώων και των φυτών είναι ένα και μοναδικό ζωντανό σώμα, αυτό που ονομάζουμε Ζωή και μερικοί αποκαλούν Γαία, γι’ αυτό θα έπρεπε να μάθουμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον και τον πλανήτη ολόκληρο πολύ περισσότερο. Χρειαζόμαστε περισσότερη ευαισθησία ο ένας προς τον άλλον, περισσότερη συμπόνοια, περισσότερη ζωή και χρόνο για να τη ζούμε καλά. Όπως λένε και οι σημειώσεις του Raft: «Ο πλανήτης Γη είναι η σχεδία που μας κουβαλά όλους. Οι σχεδίες είναι ευθραυστες, πρόσκαιρες και διατηρούνται ακέραιες με τις ελπίδες και τα όνειρα».
Nigel Mazlyn Jones 2

Δισκογραφία
Ship to Shore: LP 1976
Sentinel & The Fools of the Finest Degree: LP 1979
Breaking Cover: 1981 LP
Water From The Well: 1987 Cassette
Beyond This Point: 1989 Live Video
Angels Over Water: 1993 CD
Mazlyn Jones: 1991 LP
Mazlyn Jones with Guy Evans, Nik Turner Live: 1997 CD
Behind The Stone: 2000 CD
Planet for $ale: Jan 2007 CD
Raft: 2014 CD

 
Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.nigelmazlynjones.com

 (πρωτοδημοσιεύτηκε στο www.progrocks.gr)







Thursday 1 May 2014

Marmalade Radio Show # 08 (Playlist 30/04/2014 @ Music Society)

Iraklis Triantafyllidis: Mia Fylaki
Frank Zappa: Hungry Freaks Daddy
Zoolixo Ligo: To Mavro To Pragma
Gus Boggar: Black Snow
Voyage Limpid Sound: Barberette's Summer Coif
Trans Am: I'll Never
Morgan Delt: Make My Grey Brain Green
Astral Son: You
Neil Young: Needle Of Death
Crazy Horse: I Don't Wanna Talk About It
Ed Askew: Mr. Dream
Tim Buckley: Phantasmagoria In Two
Soft Machine: Memories
Hawkwind: Cymbaline
Buffalo: Pound Of Flesh
Warhorse: I Who Have Nothing
Black Sabbath: The Wizard
Gonga: Black Sabbeth
Beak: Iron Acton
Tor-Peders: Tema Ett
Astralasia: Rangoon
Can: Mother Sky

Coperocksampler: Τα βιβλία του Julian Cope


julian cope 
Ο Julian Cope ήταν ένας μουσικός που παρακολουθούσα από νωρίς και αγαπούσα τη δουλειά του, τόσο με τους Teardrop Explodes, όσο και στα προσωπικά του album. Την εποχή που κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, το Head On είχα χάσει το ενδιαφέρον μου στις δουλειές του, νομίζω ότι το Jehovahkill ήταν το τελευταίο album που μου άρεσε αρκετά. Όμως, καθώς βρέθηκα σε ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά βιβλιοπωλεία του Bristol –από αυτά που ξαπλώνεις στη μοκέτα και διαβάζεις με τις ώρες- έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Μετά από δύο ώρες ανάγνωσης μέσα στο βιβλιοπωλείο, έφυγα έχοντας αγοράσει το βιβλίο.
Εκείνο που διαχωρίζει τον Cope από τους πιο πολλούς μουσικούς που αποφασίζουν να γράψουν την αυτοβιογραφία τους, είναι ότι γράφει καλά. Δηλαδή, πολύ καλά. Βάζει τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της εποχής που περιγράφει, περιγράφει θαυμάσια, έχει καλό κλασικό αγγλικό χιούμορ και δεν ωραιοποιεί τίποτα. Επίσης, παρουσιάζει τον εαυτό του όπως ακριβώς είναι: μπερδεμένος, εγωιστής, αφελής, φιλόδοξος, πανέξυπνος σε κάποια ζητήματα και εντελώς χαζός σε άλλα. Μέσα στα επόμενα χρόνια, αγόρασα όλα τα βιβλία που έβγαλε, τη συνέχεια της αυτοβιογραφίας του ως μουσικού, το Repossessed, τα βιβλία που αφορούσαν στην Αρχαιολογία και τα παλιά ιερά της Αγγλίας ( The Modern Antiquarian) και της υπόλοιπης Ευρώπης (Megalithic European) αλλά το μεγαλύτερο κόλλημα το έφαγα με τα τρία –ως τώρα- μουσικά του βιβλία.
Αν δεν έχεις αρκετά λεφτά αυτή την εποχή, καλύτερα μην δοκιμάσεις να διαβάσεις τα βιβλία του Julian. Είναι βέβαιο ότι θα σε στείλουν στα δισκοπωλεία (όπου δεν θα βρεις τίποτα) και θα πέσεις στα σκληρά του e-bay και του discogs.

Krautrocksampler 

Το Krautrocksampler του 1995 μου έμαθε την ιστορία καθενός από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του είδους και κυρίως τη δισκογραφία τους. Οι Cosmic Jokers, οι Cluster και οι La Dusseldorf μου ήταν εντελώς άγνωστοι ενώ είχα μαύρα μεσάνυχτα ως προς τις περιόδους της μουσικής των Tangerine Dream. Από τότε ήταν που άρχισα να κυνηγάω τους δίσκους της Ohr Records και καθώς το internet ήταν ακόμη σε εμβρυακή μορφή, κατάφερνα να βρω ελάχιστους δίσκους που πλήρωνα πανάκριβα. Ξαναδιαβάζω από καιρό σε καιρό το βιβλίο και πάντα ανακαλύπτω μερικούς δίσκους που θα ήθελα να έχω, προς μεγάλη λύπη της τράπεζάς μου, που βλέπει τις ελάχιστες οικονομίες μου να εξανεμίζονται.

Japrocksampler 















Τα πράγματα έγιναν χειρότερα το 2007 με το Japrocksampler. Η αλήθεια είναι ότι πάντα είχα τη λόξα να αγοράζω γιαπωνέζικες εκδόσεις των δίσκων που μου άρεσαν –σε βινύλιο ή cd- αλλά δεν είχα εντρυφήσει στο rock της Ιαπωνίας. Με τη βοήθεια του St. Julian, όχι μόνο έμαθα μερικά συγκροτήματα που αγνοούσα (Le Rallizes Denudes, Far East Family Band, The Jacks κλπ.) αλλά έμαθα και να λατρεύω τα obi (ταινία που υπάρχει ατην αριστερή πλευρά των γιαπωνέζικων εκδόσεων με βασικές πληροφορίες στα για το συγκρότημα καθώς και την τιμή των album) και να ξεχωρίζω την πρώτη έκδοση των δίσκων ανάλογα με τη δισκογραφική εταιρεία και τα χρώματα του obi. Μπήκα για τα καλά μέσα, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς τους δίσκους είναι πανάκριβοι. Ευτυχώς, βγήκαν και κάποιες επανεκδόσεις στην Αγγλία αλλά τα καλά album της συγκεκριμένης σκηνής είναι καλύτερα να τα έχεις αυθεντικά και μάλιστα με τα αυθεντικά obi τους.

copendium 















Το Copendium είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του Julian Cope. Εδώ, δεν υπάρχει κάποια θεματική αναφορά αλλά μπορεί να βρει κανείς πολλά και διαφορετικά ιδιώματα με δίσκους που κυκλοφόρησαν από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. Απίστευτες πληροφορίες και υλικό για απόλυτα underground κυκλοφορίες, 700 σελίδες για να αγοράζεις τον έναν δίσκο μετά τον άλλο (αν έχεις λεφτά, που δεν έχεις) καθώς και μερικά πιο συνοπτικά samplers: Δύο postpunksamplers, ένα hardrocksampler, ένα glamrocksampler, κι ένα καταπληκτικό danskrocksampler που αναφέρεται στην ψυχεδελική σκηνή της Δανίας. Υπάρχει και ένα τριπλό cd που περιλαμβάνει υλικό που αναφέρεται στο βιβλίο και πωλείται χωριστά.
Εκείνο που γίνεται απόλυτα καθαρό στο Copendium είναι τα προσωπικά κολλήματα του Julian: η υπερβολική του αγάπη στον βρώμικο ήχο, το πρωτοpunk των Stooges και των MC5 και το πρωτοmetal, που αποτελεί και την απόλυτα θετική έκπληξη του βιβλίου. Το πρώτο από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της γραφής του Cope είναι ακριβώς αυτό: παραδίδεται απολύτως στα κολλήματά του και γράφει εντελώς προσωπικά. Ασχολείται μόνο με τη μουσική που έχει βιώσει και δεν βρίσκει κανέναν λόγο να αναφερθεί σε δίσκους επειδή απλώς κάποια στιγμή θεωρήθηκαν σημαντικοί. Το δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι δεν το παίζει πατριάρχης της μουσικής, όπως αρκετοί γραφιάδες έχουν προσπαθήσει τα προηγούμενα χρόνια. Δεν ενδιαφέρεται να πείσει για την εγκυρότητα της γνώμης του, δεν ενδιαφέρεται να την «πουλήσει» στον αναγνώστη του. Το μόνο πράγμα που κάνει είναι να δείχνει τους δίσκους και τις μουσικές που αγαπάει σε όλους εμάς, όπως τα παιδιά δείχνουν το αγαπημένο τους παιχνίδι στα συνομίληκά τους: απαριθμώντας όλες τις ομορφιές των παιχνιδιών, όλες τις κρυμμένες τους χάρες μόνο και μόνο εξαιτίας της αγάπης που τρέφουν για τα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Όπως σημειώνει ο Brett Milano σε ένα επίσης πανέμορφο βιβλίο που αφορά στη μουσική, το Vinyl Junkies, είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται φανατικά με κάθε είδους συλλογή, παρουσιάζουν στοιχεία καθήλωσης σε κάποιο από τα πρώιμα –κατά Freud- στάδια ανάπτυξης της προσωπικότητας. Ε, λοιπόν ο Julian είναι σίγουρα ένας τέτοιος τύπος. Όπως ακριβώς και μερικοί από εμάς. Γι’ αυτό και διαβάζουμε φανατικά τα βιβλία του.
 Για περισσότερα στοιχεία: http://www.headheritage.co.uk/
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο www.progrocks.gr)